θαλασσοβαφής

θαλασσοβαφής
θαλασσοβαφής
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θαλασσοβαφής — θαλασσοθαφής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βαπτισθεί σε θαλασσινό νερό 2. αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ο αλιπόρφυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βαφής (< βάπτω), πρβλ. ευ βαφής πολυ βαφής] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοβαφῆ — θαλασσοβαφής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θαλασσοβαφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θαλασσοβαφής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσοβαφοῦς — θαλασσοβαφής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοβαφώ — θαλασσοβαφῶ, έω (Α) [θαλασσοβαφής] βάφω με θαλασσινή πορφύρα, με πορφυρό χρώμα …   Dictionary of Greek

  • ποντοβαφής — ές, Α βουτηγμένος στο θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. θαλασσοβαφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”